- χαλδαϊκός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται ατούς Χαλδαίους, αυτός που αναφέρεται στη Χαλδαία: Έγραψε βιβλίο για το χαλδαϊκό πολιτισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Χαλδαικός — Chaldaean masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλδαϊκός — ή, ό / χαλδαΐκός, ή, όν, ΝΜΑ [Χαλδαῑος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαλδαίους ή στη χώρα τους 2. φρ. «Χαλδαϊκή Εκκλησία» εκκλ. τμήμα τής Νεστοριανής Εκκλησίας, που είχε σημαντική παρουσία στη Μεσοποταμία και στην Περσία από τον 5ο… … Dictionary of Greek
Χαλδαικά — Χαλδαικός Chaldaean neut nom/voc/acc pl Χαλδαικά̱ , Χαλδαικός Chaldaean fem nom/voc/acc dual Χαλδαικά̱ , Χαλδαικός Chaldaean fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλδαικῶν — Χαλδαικός Chaldaean fem gen pl Χαλδαικός Chaldaean masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλδαικόν — Χαλδαικός Chaldaean masc acc sg Χαλδαικός Chaldaean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλδαικαῖς — Χαλδαικός Chaldaean fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλδαικαί — Χαλδαικός Chaldaean fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλδαικοῖς — Χαλδαικός Chaldaean masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλδαικοῦ — Χαλδαικός Chaldaean masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλδαικῆς — Χαλδαικός Chaldaean fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)